- ναρθηκισμός
- ο (Α ναρθηκισμός) [ναρθηκίζω]ναρθήκισμααρχ.ιατρική επίκρουση ενός σημείου τού σώματος με διαγνωστικό σκοπό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναρθηκισμός — splinting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκισμόν — ναρθηκισμός splinting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσκιωμα — το, ατος 1. η περιτύλιξη βρέφους με φασκιά, η σπαργάνωση, το σπαργάνωμα: Χαλαρό φάσκιωμα. 2. η περίδεση σπασμένου μέλους του σώματος με νάρθηκα, ο ναρθηκισμός, το καλάμωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)